οψικεύω

οψικεύω
ὀδικεύω (Μ)
συνοδεύω κάποιον σε πομπή τιμητικά ή για λόγους ασφαλείας, ακολουθώ σε λιτανεία, ιδίως με λαμπαδηφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. obsequor «ακολουθώ» + κατάλ. -εύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οψικάτωρ — ὀψικάτωρ, ορος, ὁ (Μ) ο ακόλουθος κάποιου για λόγους ασφαλείας ή τιμής ένεκεν. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. obsequor «ακολουθώ» + κατάλ. άτωρ (πρβλ. οψικεύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”